μισθωτικός

μισθωτικός
-ή, -ό (ΑΜ μισθωτικός, -ή, -όν) [μισθωτής / μισθωτός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθωτή ή στη μίσθωση («μισθωτικοί όροι»)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισθωτική
το επάγγελμα που αποφέρει μισθό, το επάγγελμα τού μισθωτού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθωτικόν
εισφορά σε χρήμα ή σε είδος, η οποία καταβαλλόταν από τον ενοικιαστή ενός κτήματος.
επίρρ...
μισθωτικώς (Μ)
με μισθωτικό τρόπο, με μίσθωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μισθωτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μίσθωση ή το μισθωτή: Μισθωτική συμφωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μισθωτικῶν — μισθωτικός of fem gen pl μισθωτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτικόν — μισθωτικός of masc acc sg μισθωτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτικῆς — μισθωτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτικῇ — μισθωτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτική — μισθωτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτικήν — μισθωτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτικῶς — μισθωτικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՎԱՐՁԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0796 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 14c ա.գ. μισθωτός mercenarius, merce conductus. Վարձաւոր. վարձկան նաւաստի. թայֆա. *Յօտար աշխարհէ էին նաւավարն, եւ հնազանդեալք իւր վարձականքն. Վրք. հց. ՟Ի՟Զ: Եւ μίσθιος,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”